Οι όψεις της αμφιλεγόμενης σχέσης του Εξευρωπαϊσμού και της Παγκοσμιοποίησης

Αθηνά Παπαπαύλου [1]

Ο εξευρωπαϊσμός θα μπορούσε να εκληφθεί ως …μια περιφερειακή μορφή παγκοσμιοποίησης, όπου η αυστηρότερη ολοκλήρωση της αγοράς …αυξάνει την εξωτερική οικονομική πίεση, συντελώντας στη μείωση της κρατικής παρέμβασης με αποτέλεσμα ο εξευρωπαϊσμός να ακολουθεί τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης.

Εισαγωγή

H μελέτη της σχέσης μεταξύ της Παγκοσμιοποίησης (Globalization) και του Εξευρωπαϊσμού (Europeanization) αποσκοπεί στο να ανακαλύψει εάν ο εξευρωπαϊσμός αποτελεί απάντηση στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης ως ένα «φίλτρο» για την παγκοσμιοποίηση ή εάν λειτουργεί ως «αντίδοτο» στην παγκοσμιοποίηση. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί μια ενωμένη Ευρώπη να συγκροτήσει τη δύναμή της για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της Αμερικανοποίησης (Americanization) και της Φιλελευθεροποίησης (Liberalization) του κόσμου ή ο εξευρωπαϊσμός αποτελεί απλά έναν μηχανισμό εξέλιξης της παγκοσμιοποίησης, ιδιαιτέρως μέσω της προώθησης του δυτικού φιλελεύθερου δημοκρατικού μοντέλου διακυβέρνησης; 

Μελέτη ορισμών Εξευρωπαϊσμού και Παγκοσμιοποίησης

Η παγκοσμιοποίηση περιβάλλεται, συνήθως, από ένα πέπλο δημιουργικής ασάφειας, καθώς δεν πρόκειται για μια συγκροτημένη αντίληψη αλλά για μια «ασαφή αίσθηση». Συγκροτεί έναν σύνθετο ιστό κοινωνικών διαδικασιών που εντείνει και διευρύνει παγκοσμίως τις οικονομικές, πολιτιστικές, πολιτικές και τεχνολογικές ανταλλαγές και συνδέσεις. Έχει οριστεί ως «η ολοκλήρωση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου» και ως «το διεθνές επικοινωνιακό δίκτυο που επιτρέπει τη μεταφορά πολιτικών και πολιτιστικών ιδεολογιών, τάσεων της μόδας και ιδεών παγκοσμίως». Χαρακτηρίζεται και ως η «συμπίεση του χρόνου και του χώρου», «η εμφάνιση ενός κόσμου χωρίς σύνορα», «μια ιδεολογική δομή», «μια αμείλικτη ολοκλήρωση των αγορών», «μια παγκόσμια ολοκλήρωση της ανθρωπότητας», «η διάβρωση του έθνους», «ο θρίαμβος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς» ή «McDonaldization της κοινωνίας».

Αντίστοιχα, ο Εξευρωπαϊσμός, ως μια «διαδικασία εκσυγχρονισμού», ή και «παγκοσμιοποίησης στο ευρωπαϊκό επίπεδο», πρωτοεμφανίζεται σαν έννοια τη δεκαετία του 1990 από τον R. Ladrech. Είναι διαφορετική από τις έννοιες της ολοκλήρωσης, της εναρμόνισης και της σύγκλισης της ΕΕ και των πολιτικών της, εφόσον εκτείνεται και εκτός των ορίων της. Ο Εξευρωπαϊσμός ορίζεται κατά τον Risse ως η «ανάδειξη και ανάπτυξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο διακριτών δομών διακυβέρνησης» και σύμφωνα με τους Vink και Graziano, ως μια «διαδικασία εθνικής προσαρμογής στην ευρωπαϊκή περιφερειακή ολοκλήρωση» αλλά και κατά τον Radaelli, ως μια διαδικασία α) διαμόρφωσης, β) διάχυσης και γ) θεσμοποίησης τυπικών και άτυπων κανόνων, μεθόδων, παραδειγμάτων πολιτικής, στυλ, «τρόπων ζωής» κοινών πεποιθήσεων και προτύπων, που αρχικά καθορίζονται και παγιώνονται στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών πολιτικών και στη συνέχεια ενσωματώνονται στη λογική της δημόσιας συζήτησης των πολιτικών δομών και των δημόσιων πολιτικών σε εθνικό επίπεδο.

Ειδικότερα, αποτελεί ένα ρυθμιστικό εργαλείο που περιγράφει την αλληλεπίδραση των δραστηριοτήτων της ΕΕ σε εθνικό, υπερεθνικό και υποεθνικό επίπεδο αλλά ταυτόχρονα συμπεριλαμβάνει και τις «επιπτώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών εντός και εκτός των συνόρων της Ένωσης». Άλλωστε, κάποιος βαθμός εξευρωπαϊσμού υπάρχει παντού καθώς δεν πρόκειται για «μια ενιαία, μονόδρομη και τελεολογική διαδικασία» αλλά ούτε περιλαμβάνει μια γεωγραφικά προσκείμενη χωρική και χρονική διάσταση, καθώς o «εξευρωπαϊσμός δεν έχει σταθερά γεωγραφικά όρια». Αυτό διαφαίνεται απο την πρώιμη σύγχρονη περίοδο και έκτοτε, όπου ο όρος «εξευρωπαϊσμός του κόσμου» πρωτοεμφανίστηκε για να περιγράψει τις ευρωπαϊκές διαδικασίες επέκτασης μη ευρωπαϊκών χώρων, με αποτέλεσμα ο ίδιος ο ορισμός να μην αναφέρεται σε οργανισμούς, αλλά να τους συμπεριλαμβάνει επηρεάζοντας τα Κράτη-μέλη και τον ευρύτερο κόσμο σε αντίθεση με την άποψη πολλών μελετητών ότι η «επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνιστά απάντηση στην παγκοσμιοποίηση».

Από τους περισσότερους μελετητές αναγνωρίζονται δύο προσεγγίσεις στην πολιτική διεργασία του εξευρωπαϊσμού: η «top down» και «bottom up», ενώ οι Dyson και Goetz ανέπτυξαν την κυκλική έννοια του εξευρωπαϊσμού, ορίζοντάς την, ως «διαδικασία από πάνω προς τα κάτω και από κάτω προς τα πάνω στην οποία η εγχώρια πολιτική, και οι δημόσιες πολιτικές διαμορφώνονται από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». Ακόμη, οι Harmsen και Wilson, μελέτησαν τον εξευρωπαϊσμό ως εθνική προσαρμογή διαμορφώνοντας μια ευρωπαϊκή πολιτεία. Υπογράμμισαν την παράλληλη εκτέλεση των δύο διαδικασιών που οδηγεί σε νέα επίπεδα διακυβέρνησης (προσέγγιση από τη βάση προς τα πάνω), και στην προσαρμογή των εθνικών πολιτικών στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (προσέγγιση από πάνω προς τα κάτω). Αντίθετα, οι Graziano και Vink πρότειναν ως ασφαλή ερευνητικό σχεδιασμό την «bottom-up-down» προσέγγιση.

Αφενός, η ‘top down’ διάσταση θεωρεί τον εξευρωπαϊσμό, ως αντίδραση στην επιρροή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και έτσι ορίζει την έννοια ως ανεξάρτητη, επεξηγηματική μεταβλητή ενώ κατά τον Carparozo περιλαμβάνονται τρία στάδια: (α) ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, (β) πίεση για προσαρμογή και (γ) διαμεσολάβηση σ΄ αυτήν την πίεση για προσαρμογή ενδιάμεσων μεταβλητών στο εθνικό επίπεδο. Ακόμη, σύμφωνα με τις θεωρίες του θεσμισμού και της ορθολογικής επιλογής, τα θεσμικά όργανα διαδραματίζουν τους διαμεσολαβητές μεταξύ των ευρωπαϊκών επιρροών και των εγχώριων συστημάτων.

Αφετέρου, η ‘bottom up’ διάσταση χρησιμοποιείται για να αναλύσει αρχικά το εγχώριο επίπεδο, πριν αρχίσει η πίεση της ΕΕ, μετά τη συμμετοχή της χώρας σε διαπραγματεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και τέλος τη διαδικασία εφαρμογής του κανονισμού της ΕΕ. Κατ’ επέκταση, επιτυγχάνεται η προβολή (projection) των εθνικών προτιμήσεων για το επικείμενο στάδιο υιοθέτησης των ευρωπαϊκών πολιτικών στο εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η έκβαση του εξευρωπαϊσμού μπορεί να οδηγήσει: α) στην αδράνεια λόγω της στατικής επικράτησης και επιμονής στην έλλειψη προόδου, β) στην απορρόφηση, δηλαδή στη σύγκλιση από κάτω προς τα πάνω ή αλλιώς στην μεταλλαγή και γ) στην απόκλιση ή αλλιώς περικοπή σαν ένα ενδεχόμενο αναστρεψιμότητας την ίδιας της ύπαρξης του φαινομένου. Παρά ταύτα, αυτή η ταξινόμηση διαθέτει το πλεονέκτημα ότι δεν προδικάζει το περιεχόμενο της πολιτικής αλλά αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα της «αρνητικής επίδρασης». Με αφορμή αυτή την τυπολογία, κατόπιν έρευνας των Falkner et al αναφορικά με τον τρόπο ενσωμάτωσης των Οδηγιών σε 15 Κράτη- μέλη της ΕΕ, προκύπτουν τρία μοντέλα συμμόρφωσης : α) το μοντέλο της τήρησης του δικαίου, β) το μοντέλο της εγχώριας πολιτικής και γ) το μοντέλο της παραμέλησης της μεταφοράς.

Σχέση των δύο εννοιών

Η ακριβής κωδικοποίηση του περιεχομένου των δύο εννοιών σε έναν καθολικά αποδεκτό ορισμό δεν υπάρχει. Mια βασική ομοιότητα είναι ότι και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την επίδραση της αλληλεξάρτησης και της ολοκλήρωσης στο διεθνές επίπεδο, ενώ η κύρια διαφορά τους έγκειται στον διαφορετικό βαθμό ολοκλήρωσης των δύο φαινομένων. Στον Εξευρωπαϊσμό που ο Geyer αποκάλεσε ως το «μικρό αδερφάκι της παγκοσμιοποίησης», ο Wong, έδωσε πραγματική μορφή, μέσα από την ακριβή ταξινόμησή του σε πέντε κατηγορίες: (α) εθνική προσαρμογή ή αλλιώς πολιτική σύγκλισης, (β) εθνική προβολή ή αλλιώς τακτική εξωτερίκευσης των εθνικών πολιτικών (ώστε να δημιουργηθεί μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην ΕΕ και το κράτος που κατέχει τον πιο ενεργό ρόλο σε αυτή την διαδικασία), (γ) αναδιαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, δηλαδή επαναπροσδιορισμός και διαπραγμάτευση ταυτοτήτων μεταξύ των ελίτ της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, (δ) εκμοντερνισμός (υιοθέτηση κατά την προγραμματική περίοδο της προενταξιακής πορείας ενός υποψήφιου κράτους, ώστε να επιτευχθεί η εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς κανόνες), και (ε) ισομορφισμός της πολιτικής (policy isomorphism, ως αποτέλεσμα της προηγμένης προσαρμογής πολιτικής και σύγκλισης καθώς και κοινωνικοποίησης αλλά σε ουσιαστικούς τομείς πολιτικής).

Ο εξευρωπαϊσμός θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια πτυχή της παγκοσμιοποίησης ή και ως μια διαδικασία παράλληλη προς αυτήν. Δηλαδή, μπορεί να θεωρηθεί ως μια περιφερειακή μορφή παγκοσμιοποίησης, όπου η αυστηρότερη ολοκλήρωση της αγοράς -ήτοι αρνητική ολοκλήρωση- αυξάνει την εξωτερική οικονομική πίεση, συντελώντας στη μείωση της κρατικής παρέμβασης με αποτέλεσμα ο εξευρωπαϊσμός να ακολουθεί τις τάσεις της παγκοσμιοποίησης. Σε αυτό το συνονθύλευμα της σχέσης δημιουργούνται δύο είδη μετασχηματισμών: α) ο μετασχηματισμός των αγορών ή η ιδιωτικοποίηση και, β) ο μετασχηματισμός της διακυβέρνησης, που έρχεται μέσω ανεξάρτητων κανονισμών. Επί παραδείγματι, έναν από τους τρόπου Εξευρωπαϊσμού αποτελεί ο μηχανισμός διεύρυνσης, ενώ ένα από τα αποτελέσματα «ήταν η παραγωγή ενός αρκετά υψηλού βαθμού αυτεπάρκειας (self-sufficiency) και αυτοαπορρόφησης (self-absorption) στην Ευρώπη». Ακόμη, η ολοκλήρωση της ΟΝΕ, συνέβαλε στην ραγδαία αύξηση Κανονισμών και Οδηγιών της ΕΕ, επηρεάζοντας την λειτουργία των αγορών των Κρατών-μελών, κάτι που είχε προβλεφθεί από τον Jacques Delors το 1988 όταν ανέφερε ότι «σε δέκα χρόνια, το 80% της σχετικής νομοθεσίας στα οικονομικά, ίσως και στους φόρους και στις κοινωνικές υποθέσεις θα είναι κοινοτικής προέλευσης». Η φιλοσοφία της δημοσιονομικής σταθερότητας, το κοινό νόμισμα αλλά και το κυνήγι του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος αποδεικνύουν τη διαλεκτική σχέση εξευρωπαϊσμού-παγκοσμιοποίησης «μέσα από την παγκόσμια δυναμική της αγοράς που, ωστόσο ρυθμίζεται σε κάποιο βαθμό από τους γενικούς κανόνες που τίθενται στο επίπεδο της ΕΕ».

Μολαταύτα, σε κάθε περίπτωση, βασικό κόμβο της αντιθετικής ή συμπληρωματικής σχέσης Εξευρωπαϊσμού και Παγκοσμιοποίησης, αποτελεί η δυναμική της ΕΕ, η οποία παράλληλα αναγεννά το δίλημμα της αφηρημένης σύνδεσης, καθώς η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα αίτιο και αιτιατό της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, οι Coman et al. υποστηρίζουν ότι η «ύπαρξη διαλεκτικής τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθιστά τη διαδικασία του εξευρωπαϊσμού ως μια διάσταση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, σαν ένα αποτέλεσμα ανατροφοδότησης που τελικά οδηγεί στην ενίσχυση της δημιουργίας της ηπειρωτικής πολιτείας … κατά την οποία η διάκριση μεταξύ της ΕΕ και των Κρατών-μελών γίνεται όλο και πιο θολή και μπερδεμένη», διότι, ο εξευρωπαϊσμός, ως διαδικασία, έχει πολλαπλές αφετηρίες, σε εθνικό, ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο, απορρίπτοντας την «εκ των άνω» διάσταση του εξευρωπαϊσμού.

Συμπέρασμα

Η ανεξαρτητοποίηση των εννοιών ταυτόχρονα αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο της αμφίδρομης σχέσης τους, καθώς η πολυπλοκότητά τους έγκειται στον πολύμορφο χαρακτήρα τους. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η παγκοσμιοποίηση των ευρωπαϊκών αξιών και η άμεση μετατροπή τους σε παγκόσμιες αξίες. Για παράδειγμα, η έννοια της ταυτότητας πολλαπλασιάζει την δυναμική της σε μακροοικονομικό επίπεδο, καθώς δημιουργείται ένα πάζλ πολιτισμικής επιμιξίας, που παράσχει το δικαίωμα της επιλογής ή της απάρνησης των ταυτοτήτων, των ιδεολογιών και των ιδανικών μέσα από την παγκόσμια υπεραγορά του πολιτισμού. Η ΕΕ αναδύεται μέσα από τον μανδύα της προτεινόμενης Ένωσης στην «πολυμορφία», ενώ η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί σαν ένα πλαίσιο που υπενθυμίζει στα Κράτη-μέλη την αναποτελεσματικότητα της μεμονωμένης δράσης απέναντι στις παγκόσμιες προκλήσεις, εν αντιθέσει με τον ευρωπαϊκό, αλληλοεξαρτώμενο αλλά συνεκτικό, πυρήνα.

[1] Ερευνήτρια ΚΕΔΗΔ, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών “Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών” (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας).